λιθ-αγωγός

  • 1σιδηραγωγός — όν, Α (για τον μαγνήτη) αυτός που έλκει τον σίδηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. λιθ αγωγός] …

    Dictionary of Greek

  • 2θείο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο S (από το λατινικό sulphur). Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και στην πρώτη υποομάδα, με ατομικό αριθμό 16, ατομική μάζα 32,06, ενώ έχει τρία σταθερά ισότοπα. Συναντάται στη φύση, είτε στη στοιχειακή… …

    Dictionary of Greek