λιγότερα

  • 31ολεφίνες — Ακόρεστοι αλειφατικοί υδρογονάνθρακες (λέγονται και αλκυλένια) του γενικού τύπου CnH2n, οι οποίοι περιέχουν στο μόριό τους έναν ή περισσότερους διπλούς δεσμούς (σύμφωνα με την ορολογία της Γενεύης, η γενική ονομασία τους είναι αλκένια, με κοινή… …

    Dictionary of Greek

  • 32ολιγοκυτταραιμία — και ολιγοκυθαιμία, η εἶδος αναιμίας, κατά την οποία το αίμα περιέχει λιγότερα αιμοσφαίρια από το φυσιολογικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oligocythemia < ολιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + cyt (βλ. λ. κύτταρο ) + αιμία (< αίμα)] …

    Dictionary of Greek

  • 33πιθάρι — (αρχ. πίθος). Αγγείο μεγάλων διαστάσεων με χοντρά τοιχώματα, πλατύ και κοντό λαιμό και μικρές λαβές. Η βάση του, ανάλογα με το σκοπό που εξυπηρετούσε, ήταν άλλοτε πλατιά και άλλοτε στενή. Κατασκευαζόταν συνήθως από πηλό ή πέτρα, σπανιότερα δε από …

    Dictionary of Greek

  • 34προτελής — (proteles cristatus). Θηλαστικό της οικογένειας των υαινιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Ο π. διακρίνεται από τις πραγματικές ύαινες, είτε από τη μικρότερη ανάπτυξη του μπροστινού τμήματος του σώματος είτε από την οδοντοφυΐα, που έχει 4 δόντια… …

    Dictionary of Greek

  • 35σαραφλίκι — το, Ν 1. το έργο και το επάγγελμα τού σαράφη 2. το κέρδος που απομένει στον σαράφη από την ανταλλαγή νομισμάτων 3. μτφ. α) φιλονικία, διένεξη για ασήμαντο χρηματικό ποσό β) προσπάθεια για την απόκτηση επί πλέον χρηματικού κέρδους ή η προσπάθεια… …

    Dictionary of Greek

  • 36σκίουρος — (sciurus). Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζονται διάφορα είδη τρωκτικών, της οικογένειας των Σκιουριδών, της υπόταξης των Aπλοδόντων. Οι καθαυτό σ. ανήκουν στην υποοικογένεια των Σκιουρινών που περιλαμβάνει πάνω από 30 γένη, κατανεμημένα κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 37σωματείο — Ένωση προσώπων που επιδιώκει έναν οποιοδήποτε θεμιτό, όχι κερδοσκοπικό, σκοπό: ιδεολογικό, κοινωνικό, αγαθοεργό, εκπαιδευτικό, καλλιτεχνικό, επαγγελματικό, πολιτικό κλπ. Τα σ. αποχτήσανε τεράστια σημασία στην εποχή μας εξαιτίας της ανάπτυξης του… …

    Dictionary of Greek

  • 38σύρος — Νησί των Κυκλάδων, στο κέντρο περίπου του συμπλέγματος, Δ της Δήλου και της Μυκόνου και ΝΔ της Τήνου. Με έκταση 83,6 τ. χλμ. είναι το πιο πυκνοκατοικημένο νησί της Ελλάδας, το εντέκατο σε έκταση του νομού Κυκλάδων, με το πέμπτο όμως και πλέον του …

    Dictionary of Greek

  • 39φεουδαλισμός — Κοινωνικό και πολιτικό σύστημα, που άκμασε κυρίως κατά τον 9o 13o αι., ιδίως στα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που προήλθαν από τη διάλυση της αυτοκρατορίας των Kαρολιδών (σημερινή Γαλλία, Γερμανία κλπ.). Το φαινόμενο έχει την αρχή του στην τελευταία… …

    Dictionary of Greek

  • 40ακετυλοκελουλόζη ή ακετυλοκυτταρίνη ή οξική κυτταρίνη — Οξικός εστέρας της κυτταρίνης (κελουλόζης) που παρασκευάζεται με την επίδραση οξικού ανυδρίτη και πυκνού θειικού οξέος στην κυτταρίνη. Ανάλογα με τις συνθήκες της αντίδρασης, τα προϊόντα περιέχουν διαφορετικό αριθμό ακετυλίων σε κάθε ρίζα… …

    Dictionary of Greek