λιβανίζω
1λιβανίζω — λιβανίζω, λιβάνισα βλ. πίν. 33 …
2λιβανίζω — (Α λιβανίζω) [λίβανος] νεοελλ. 1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω 2. μτφ. κολακεύω δουλικά κάποιον, εγκωμιάζω κάποιον ταπεινά 3. επαναλαμβάνω συνεχώς τα ίδια ενοχλώντας κάποιον 4. φρ. «λιβανίζω κάτι για πολύ καιρό» καθυστερώ πολύ να κάνω κάτι αρχ. έχω… …
3λιβανίζω — λιβάνισα, λιβανίστηκα, λιβανισμένος 1. καίω λιβάνι, θυμιατίζω: Ο ιερέας λιβάνισε το ναό. 2. μτφ., κολακεύω με ευτελή τρόπο: Τον λιβάνιζε όλη μέρα για να του δανείσει χρήματα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4λιβανίζον — λιβανίζω smell like frankincense pres part act masc voc sg λιβανίζω smell like frankincense pres part act neut nom/voc/acc sg …
5λιβανίζουσι — λιβανίζω smell like frankincense pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λιβανίζω smell like frankincense pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …
6λιβανιζούσης — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …
7λιβανίζουσα — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …
8λιβανίζουσαι — λιβανίζω smell like frankincense pres part act fem nom/voc pl (attic epic doric ionic) …
9λιβάνισμα — το [λιβανίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λιβανίζω, το θυμιάτισμα 2. μτφ. ταπεινή κολακεία 3. το να επαναλαμβάνει κάποιος συνεχώς και ενοχλητικά τις ίδιες λέξεις …
10προλιβανωτίζω — Α λιβανίζω, θυμιάζω με λιβάνι προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λιβανωτίζω «λιβανίζω»] …
- 1
- 2