λιβανίδιον
1λιβανίδιον — λιβανίδιον, τὸ (Α) [λίβανος] υποκορ. τού λίβανος …
2λιβανίδιον — neut nom/voc/acc sg …
3λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …