-
1 λιβάδι
[ливади] ουσ. о. пастбище, выгон,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λιβάδι
-
2 луг
το λιβάδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > луг
-
3 прерия
геогр. το λιβάδι, ο λειμώνας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прерия
-
4 обводнять
обводнятьнесов πλημμυρίζω τεχνητά (λιβάδι). -
5 цветистый
цветистыйприл1. (покрытый цветами) λουλουδιασμένος:\цветистый луг τό λουλουδιασμένο λιβάδι·2. (пестрый) χρωματιστός, παρδαλός:\цветистый платок τό χρωματιστό μαντήλι·3. перен (витиеватый) ἐξεζητημένος:\цветистый слог τό ἐξεζητημένο στυλ. -
6 луг
[λαύκ] ουσ. α. λιβάδι -
7 луг
[λαύκ] ουσ α λιβάδι -
8 кормить
кормлю, кормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кормленный, βρ: -лен, -а, -оρ.δ. μ.1. τρέφω, θρέφω, ταΐζω, σιτίζω•кормить лошадей ταΐζω τ άλογα•
кормить с рук собаку ταΐζω το σκυλί στο χέρι•
кормить свинью на убой τρέφω γουρούνι για σφάζιμο•
кормить сотно (досыта) τρέφω χορταστικά, καλοθρέφω•
кормить больного ταΐζω τον άρρωστο•
кормить ребёнка с ложки ταΐζω το παιδάκι με το κουτάλι.
|| θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ•кормить грудью βυζαίνω•
сука -ла щенят η σκύλα βύζανε τα κουταβάκια.
2. συντηρώ, διατηρώ, ζω•он -ил всю семьи αυτός ζούσε όλη την οικογένεια•
дети обязаны кормить своих родителей в случае нужды τα παιδιά έχουν υποχρέωση να συντηρήσουν τους γονείς τους σε περίπτωση ανάγκης.
εκφρ.кормить вшей (клопов) – (απλ.) τον τρώνε οι ψείρες (βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση)•кормить обещаниями – υπόσχομαι, δίνω υποσχέσεις•хлебом не -и кого – σ αυτόν δε χρειάζονται υποδείξεις, δός του μόνο δουλειά.τρέφομαι• συντηρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. корова -лась на лугу η αγελάδα βοσκούσε στο λιβάδι•кормить своим трудом συντηρούμαι (ζω) με τη δουλειά μου.
-
9 левада
-ы θ. (διαλκ.) μεγάλο αγρόκτημα• κατοικήσιμη έκταση.(διαλκ.) παράκτιο δάσος. || λιβάδι περιφραγμένο. -
10 луг
-а, προθτ. о -е, на -у, πλθ. -а α.λιβάδι, λειμώνας, βοσκότοπος. -
11 луговина
-ы θ.λιβάδι, λειμώνας• λιβαδάκι. -
12 ляда
-ы θ. (διαλκ.)1. λάκκα.2. έκταση για λιβάδι ή καλλιέργεια.3. χαράδρα. -
13 пожня
-и θ.(διαλκ,).1. λιβάδι.2. βλ. пожниво. -
14 поскотина
-ы θ. (διαλκ.) λιβάδι περίκλειστο. -
15 травить
травить 1травлю, травишь, παθ. μτχ. παρ λ θ. χρ. травленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.δ.μ.1. δηλητηριάζω, καταστρέφω, εξολοθρεύω με δηλητήριο•травить мышей εξολοθρεύω τα ποντίκια με δηλητήριο (ποντ ικοφάρμακο).
|| φθείρω, βλάπτω με τοξίνες•травить свой организм алкоголем δηλητηριάζω τον οργανισμό μου με αλκοόλη.
2. ερεθίζω με καυστική ουσία, καίω. || μτφ. αναθυμίζω, αναθυμούμαι δυσάρεστα• ξύνω παλαιές πληγές.3. (τεχ.) επεξεργάζομαι επιφάνεια με οξέα. || χαράσσω σχέδια με οξέα.4. ποδοπατώ, τσαλαπατώ (λιβάδι, χωράφι).5. (απλ.) χρησιμοποιώ, ξοδεύω για ζωοτροφή•мы солому -им, а сено бережм ξοδεύομε το άχυρο και το χόρτο το φυλάγομε (το τσιγκουνευόμε).
6. σπαταλώ.7. κυνηγώ (με σκυλιά). || παρορμώ, παροτρύνω (τα σκυλιά).8. κατατρέχω, καταδιώκω τον αντίπαλο.1. δηλητηριάζομαι, εξολοθρεύομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. αυτοκτονώ με δηλητήριο.травить 2ρ.δ.μ. (γραμμ. στοιχεία βλ. тра-вить1).1. ξεσφίγγω, ξελασκάρω, αμολάρω.2. αφήνω να διαφύγει, να διαρρεύσει (για ατμό, αέρα κ.τ.τ.).3. μτφ. (ναυτ.). α) βλ. тошнить, β) βλ. врать.ξελασκάρω κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).
См. также в других словарях:
λιβάδι — Έκταση γης που καλύπτεται από ποώδη βλάστηση, είτε αυτοφυή (φυσικά λ.) είτε καλλιεργημένη με σπορά από τον άνθρωπο (τεχνητά λ.). Προορίζεται είτε για βοσκή των ζώων ή κοπή χορτονομής είτε και για τα δύο. Η λιβαδική βλάστηση αποτελεί ένα σύνολο… … Dictionary of Greek
Λιβάδι — Sp Livãdis Ap Λιβάδι/Livadi L s. P. Sporadų ss., g tės Kikladų ss. (Serifo s.) ir Š Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
λιβάδι — το ιού, τόπος με χορτάρι όπου βόσκουν τα ζώα, βοσκοτόπι: Η χώρα καλύπτεται από καταπράσινα λιβάδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λιβάδι — λιβάς anything that drips fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Άνω Λιβάδι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 250 μ., 175 κάτ.) των Κυθήρων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς … Dictionary of Greek
Καλό Λιβάδι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 10 κάτ.) της Κύθνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κύθνου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Μεγάλο Λιβάδι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 52 κάτ.) της Σερίφου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερίφου του νομού Κυκλάδων … Dictionary of Greek
Πίσω Λιβάδι — Μικρός παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Πάρου, του νομού Κυκλάδων. Το Π.Λ. έχει πολύ γραφική παραλία … Dictionary of Greek
Ολύμπιος, Γεωργάκης — (Λιβάδι, Όλυμπος 1772 – Μονή Σέκου, Μολδαβία 1821). Έλληνας αρματολός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης. Ο Ο. –το πραγματικό του επώνυμο ήταν Ταρταγκές– καταγόταν (από τη μητέρα του) από τη μεγάλη αρματολική οικογένεια των Λαζαίων και κοντά … Dictionary of Greek
λιβαδήσιος — α, ο (Μ λιβαδήσ[ι]ος, α, ον) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λιβάδι ή προέρχεται από λιβάδι μσν. (για τόπο) αυτός που είναι ή μοιάζει με λιβάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιβάδι + κατάλ. ήσ(ι)ος (πρβλ. βουν ήσιος, καμπ ήσιος)] … Dictionary of Greek
Eléni : La Terre qui pleure — Eléni : La Terre qui pleure Données clés Titre original Τριλογία Το Λιβάδι που Δακρύζει (Trilogia To Livadi pou dakrizi) Réalisation Theo Angelopoulos Scénario Theo Angelopoulos Tonino … Wikipédia en Français