λιαρός
1λιαρός — λιαρός, ά, όν (Α) 1. θερμός, υπόθερμος, χλιαρός («ὄφρ αἷμα λιαρὸν καὶ γούνατ ὀρώρῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ήρεμος, ήσυχος («τῷ δ ὕπνον ἀπήμονά τε λιαρόν τε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Ο τ. θυμίζει και στη σημ. και στη μορφή του τον τ.… …
2λιαρός — warm masc nom sg …
3λιαρόν — λιαρός warm masc acc sg λιαρός warm neut nom/voc/acc sg …
4λιαροῖο — λιαρός warm masc/neut gen sg (epic) …
5λιαροῖσι — λιαρός warm masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
6λιαροῖσιν — λιαρός warm masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …
7λιαροῦ — λιαρός warm masc/neut gen sg …
8λιαρῇσιν — λιαρός warm fem dat pl (epic ionic) …
9λιαρή — λιαρός warm fem nom/voc sg (epic ionic) …
10λιαρήν — λιαρός warm fem acc sg (epic ionic) …
Страницы
- 1
- 2