ληός

  • 1ληός — ληός, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. λαός …

    Dictionary of Greek

  • 2ληός — λαός men masc nom sg (ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… …

    Dictionary of Greek

  • 4славянин — мн. славяне, укр. слав᾽янин (Шевченко), др. русск. словѣне – название вост. слав. племени близ Новгорода (Пов. врем. лет, РП; см. Карский, РП 92), словяне, ст. слав. словѣне, словѣньскъ – в отношении к слав. племени близ Салоß ник (Жит. Конст.;… …

    Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • 5Dactylic hexameter — (also known as heroic hexameter ) is a form of meter in poetry or a rhythmic scheme. It is traditionally associated with the quantitative meter of classical epic poetry in both Greek and Latin, and was consequently considered to be the Grand… …

    Wikipedia

  • 6λήιτον — λήϊτον και (κατά τον Ησύχ.) λάϊτον, τὸ (Α) 1. βουλευτήριο, πρυτανείο («ἔργεσθαι τοῡ ληΐτου αὐτοὶ φυλακὰς ἔχουσι [λήϊτον δὲ καλέουσι τὸ πρυτανήϊον οἱ Ἀχαιοί]», Ηρόδ.) 2. η πολιτεία, το δημόσιο, το κράτος («λήϊτον γὰρ τὀ δημόσιον ἔτι νῡν Ἕλληνες… …

    Dictionary of Greek

  • 7ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …

    Dictionary of Greek

  • 8πλέως — πλέα, πλέων και ιων. τ. πλέος, πλέη, πλέον κ. επιτ. πλεῑος, πλείη και πλῆ, πλεῑον, Α 1. πλήρης, γεμάτος (α. «νηῡς πλείη βιότοιο», Ομ. Οδ. β. «εἰδώλων δὲ πλέον πρόθυρον», Ομ. Οδ. γ. πλείη δὲ καὶ αὐλή», Ομ. Οδ. δ. «τάφρος πλέη ὕδατος», Ηρόδ. ε.… …

    Dictionary of Greek

  • 9φλέως — ω, ο, ΝΑ, και φλέο, το, Ν, και φλέος, και ιων. τ. φλοῡς, και φλοῡν, τὸ, Α νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων αγρωστωδών φυτών αρχ. είδος υδροχαρούς καλάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού, αβέβαιης ετυμολ., η οποία απαντά με τις μορφές: φλέως …

    Dictionary of Greek

  • 10φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου …

    Dictionary of Greek