ληϊτις
1ληίτις — ληΐτις, ίτιδος, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που λαφυραγωγεί, που συνεργεί στη λεία, στη λαφυραγώγηση 2. αιχμάλωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ίτις (πρβλ. κρην ίτις, στεφαν ίτις)] …
2ληῖτις — she who makes fem nom sg …
3ληῖτιν — ληῖτις she who makes fem acc sg …
4ληίτιδα — ληί̱τιδα , ληῖτις she who makes fem acc sg …
5ληίτιδες — ληί̱τιδες , ληῖτις she who makes fem nom/voc pl …
6ληίτιδι — ληί̱τιδι , ληῖτις she who makes fem dat sg …
7ληίτιδος — ληί̱τιδος , ληῖτις she who makes fem gen sg …