ληρολόγος

  • 1ληρολόγος — ο (Α ληρολόγος, ον) μωρολόγος, αερολόγος, φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λῆρος (Ι) + λογος (λέγω)] …

    Dictionary of Greek

  • 2-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που …

    Dictionary of Greek

  • 3λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… …

    Dictionary of Greek

  • 4ληρολογία — ληρολογία, ἡ (Α) [ληρολόγος] λήρησις*, μωρολογία, ανοητολογία …

    Dictionary of Greek