ληξι-πύρετος

  • 1ληξιπύρετος — και ληξοπύρετος ον (Α) αυτός που κάνει τον πυρετό να υποχωρήσει, που καταπαύει τον πυρετό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι (< θ. ληξ τού λήγω, πρβλ. λήξη) + πυρετός (πρβλ. α πύρετος, ριγο πύρετος). Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος] …

    Dictionary of Greek