ληνοί

  • 1ληνοί — ληνός anything shaped like a tub masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ληνός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 408 κάτ.) στη πρώην επαρχία Κομοτηνής του νομού Ροδόπης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 14 χλμ. Δ της Κομοτηνής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σώστου. * * * ο (AM ληνός, ἡ και ὁ, Α δωρ. τ. λανός) μικρό κτίσμα …

    Dictionary of Greek

  • 3ПОХОРОНЫ —    • Funus.     I.          У греков: τάφος.          Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 4ПОХОРОНЫ —    • Funus.     I.          У греков: τάφος.          Торжественно хоронить мертвых и считать их могилы святыми было у греков религиозною обязанностью и вкоренившимся обычаем, основанным на их веровании в блуждание непогребенных. Какие глубокие… …

    Реальный словарь классических древностей

  • 5σαρκοφάγος — Νεκρική λάρνακα λίθινη ή πήλινη, σε χρήση από την προϊστορική εποχή ως το Μεσαίωνα. Οι πρώτες σ. εμφανίζονται στην Αίγυπτο κατά την 3η π.Χ. χιλιετία: είναι ξύλινες κιβωτιόσχημες, με ζωγραφική ή πλαστική διακόσμηση, ή ανθρωποειδείς με κάλυμμα που… …

    Dictionary of Greek

  • 6φάκται — Α (κατά τον Ησύχ.) «ληνοί, σιπύαι, πύελοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρέπει πιθ. να διαβαστεί φάκτα (βλ. λ. φάκτον [Ι])] …

    Dictionary of Greek

  • 7σιληνοί — σῑληνοί , σῑληνός a figure of Silenus masc nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)