ληναΐτης
1ληναΐτης — ληναΐτης, ὁ (Α) [Λήναι] ληναϊκός* …
2Ληναίτης — Ληνᾱΐτης , Ληναίτης masc nom sg …
3ληναίτης — ληνᾱΐτης , Ληναίτης masc nom sg …
4Λήναι — Λῆναι και, κατά τον Ησύχ. στην Αρκαδ., Ληναί, αἱ (Α) οι Βάκχες. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. λῆναι φαίνεται ότι έχει το η αρχικό στη ρίζα του (αφού δεν μαρτυρείται τ. λᾱναι), γεγονός που τόν διαχωρίζει από τον τ. ληνός (δωρ. λᾱνός) «πατητήρι»,… …
5Ληναίτην — Ληνᾱΐτην , Ληναίτης masc acc sg (attic epic ionic) …
6ληναίτην — ληνᾱΐτην , Ληναίτης masc acc sg (attic epic ionic) …