λημᾷν
1λημᾶν — λήμη a humour that gathers in the corner of the eye fem gen pl (doric aeolic) λημάω to be bleared pres part act masc voc sg (doric aeolic) λημάω to be bleared pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) λημάω to be bleared pres part act masc …
2λημᾷν — λημάω to be bleared pres inf act …
3χύτρα — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. κύθρη και δωρ. τ. κύθρα και σικελ. τ. κύτρα Α πήλινο μαγειρικό σκεύος για βράσιμο φαγητού, με δύο συνήθως λαβές, κν. σήμερα τσουκάλι (α. «Χριστός θα φέρη ξύλα και ψωμί και μίαν χύτραν κοχλάζουσαν επί τού πυρός», Παπαδ. β.… …