ληθη

  • 91λησμονημός — καί αλησμονημός, ὁ (Μ) λήθη, λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τού αορ. ἐ λησμόνη σα τού λησμονῶ + κατάλ. μός] …

    Dictionary of Greek

  • 92λησμονησιά — η λησμονιά, λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λησμονησ (πρβλ. ἐλησμόνησ α, αόρ. τού λησμονῶ) + κατάλ. ιά (πρβλ. ξεχασ ιά)] …

    Dictionary of Greek

  • 93λησμονιά — και αλησμονιά, η [λησμονώ] 1. λήθη, λησμοσύνη 2. φρ. (λαογρ.) «η βρύση τής λησμονιάς» περιοχή στον Άδη όπου υπάρχει βρύση από την οποία, κατά τη λαϊκή αντίληψη, τρέχει νερό που όταν πιούν οι νεκροί ξεχνούν τα επίγεια …

    Dictionary of Greek

  • 94λησμονώ — έω και άω και αλησμονώ (Μ λησμονῶ, έω και ἀλησμονώ) [λήσμων] 1. ξεχνώ ένα γεγονός ή ένα πράγμα, παύω να θυμάμαι, μού διαφεύγει κάτι («λησμόνησα τη διεύθυνση τού σπιτιού σου») 2. αμελώ ή παραβαίνω ανειλημμένο καθήκον ή υποχρέωση («λησμόνησε πάλι… …

    Dictionary of Greek

  • 95λησμοσύνη — η (Α λησμοσύνη, δωρ. τ. λησμοσύνα) [λήσμων] λήθη, λησμονιά νεοελλ. 1. το να λησμονεί κάποιος, ξέχασμα, ξεχασιά 2. η ιδιότητα τού επιλήσμονα, τού ξεχασιάρη («γεροντική λησμοσύνη») …

    Dictionary of Greek

  • 96λιθόκερος — (ορθός τ. ληθόκερος), ο ζωολ. γένος ετερόπτερων εντόμων τής οικογένειας belostomatidae. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lethocerus < νεολατ. lethocerus < letho (< λήθη) + cerus (< κερος < κέρας)] …

    Dictionary of Greek

  • 97λιπόπατρις — λιπόπατρις, ιδος, ό, ή (Α) 1. αυτός που εγκαταλείπει ή εγκατέλειψε την πατρίδα του 2. (για τον λωτό) αυτός που προκαλεί σε κάποιον λήθη τής πατρίδας του («λωτοφάγων γλυκερήν λιπόπατριν ἐδωδήν, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + πατρίς, ίδος] …

    Dictionary of Greek

  • 98νηπενθής — ές (Α νηπενθής, ές) 1. αυτός που αποβάλλει, που απομακρύνει το πένθος, τη λύπη 2. αυτός που είναι απαλλαγμένος από θλίψη νεοελλ. 1. αυτός που δεν προκαλεί λύπη 2. το ουδ. ως ουσ. το νηπενθές βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής… …

    Dictionary of Greek

  • 99ξεγράφω — (Μ ξεγράφω) απαλείφω κάποιον ή κάτι γραμμένο, διαγράφω («ξέγραψε τον λογαριασμό») νεοελλ. 1. παύω να υπολογίζω κάποιον ή κάτι (α. «εμένα ξέγραψε με πια από πελάτη σου» β. «τόν ξέγραψαν οι φίλοι του μετά το σκάνδαλο») 3. θεωρώ κάποιον ως πεθαμένο… …

    Dictionary of Greek

  • 100Άλγεα — Μυθολογικά πρόσωπα. Παιδιά της θεάς Έριδας, της οποίας παιδιά ήταν επίσης ο Πόνος, η Λήθη, ο Λιμός, οι Υσμίνες, οι Φόνοι, οι Μάχες, οι Ανδροκτασίες, οι Αμφιλογίες, ο Όρκος κ.ά. Τα δακρυόεντα Ά. ήταν η προσωποποίηση των σωματικών και ψυχικών πόνων …

    Dictionary of Greek