ληθη

  • 81λαθασμός — λαθασμός, ὁ (AM) λάθος, πλάνη, ακούσιο σφάλμα αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «λήθη». [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθαίνω, κατά το σχήμα χορταίνω: χορτασμός] …

    Dictionary of Greek

  • 82λαθοσύνα — λαθοσύνα, ἡ (Α) (δωρ. τ.) λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ (πρβλ. ἔ λαθ ον, αόρ. β τού λανθάνω) + συνδετικό φωνήεν ο + κατάλ. σύνη (πρβλ. δικαιο σύνη, κερδο σύνη)] …

    Dictionary of Greek

  • 83λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …

    Dictionary of Greek

  • 84ληθάνω — (Α) λανθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λέ ληθ α, λήθη)) …

    Dictionary of Greek

  • 85ληθήμων — ληθήμων, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ληθήμοσι ληθάργοις». [ΕΤΥΜΟΛ. < λήθη + κατάλ. ήμων (πρβλ. αιδ ήμων, ελε ήμων)] …

    Dictionary of Greek

  • 86ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] …

    Dictionary of Greek

  • 87ληθηκέα — ληθηκέα, τά (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἰς λήθην ἄγοντα φάρμακα». [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού ουδ. τού επιθ. *ληθηκής < λήθη + ηκής (< ἄκος [τὸ] «φάρμακο»), πρβλ. αν ηκής, ευ ηκής] …

    Dictionary of Greek

  • 88ληθομέριμνος — ληθομέριμνος, ον (Α) αυτός που κάνει να λησμονιούνται οι μέριμνες, οι φροντίδες, οι έγνοιες («νὺξ ληθομέριμνος», Ορφ.Ύμν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + μέριμνος (< μέριμνα), πρβλ. λεπτο μέριμνος, φιλο μέριμνος] …

    Dictionary of Greek

  • 89ληθώδης — ληθώδης, ῶδες (Α) [λήθη] ληθαργικός …

    Dictionary of Greek

  • 90λησμονή — λησμονή, ἡ (ΑM) [λήσμων] λήθη, λησμονιά …

    Dictionary of Greek