ληθη

  • 71εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… …

    Dictionary of Greek

  • 72επίληθος — ἐπίληθος, ον (Α) [επιλήθω] αυτός που φέρνει τη λήθη («νηπενθές τ’ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον», Ομ. Οδ.) …

    Dictionary of Greek

  • 73επίλησις — ἐπίλησις και δωρ. τ. ἐπίλασις, ἡ (Α) [επιλήθω] λήθη, λησμονιά …

    Dictionary of Greek

  • 74επιλήθω — ἐπιλήθω (μέσ. ἐπιλήθομαι και ἐπιλανθάνομαι) (AM) αρχ. 1. προκαλώ λήθη («ὁ γὰρ [ὕπνος] τ’ ἐπέλησεν ἁπάντων ἐσολῶν ἡδὲ κακῶν» ο ύπνος μ’ έκανε να τά ξεχάσω όλα, και τα καλά και τα κακά, Ομ. Οδ.) 2. λησμονώ («νήπιος ὃς τῶν οἰκτρῶς οἰχομένων γονέων… …

    Dictionary of Greek

  • 75επιλησμοσύνη — ἐπιλησμοσύνη, ἡ (Α) [επιλήσμων] λήθη, λησμονιά …

    Dictionary of Greek

  • 76κλείω — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν μία από τις εννέα Μούσες, θεά του άσματος (Πίνδαρος, Βακχυλίδης) ή θεά των πηγών (Σιμωνίδης). Θεωρείται εφευρέτρια της κιθάρας, αλλά υπάρχει επίγραμμα που την αποκαλεί θεά της μαντείας. Επίσης, ήταν η μούσα που… …

    Dictionary of Greek

  • 77κομίζω — (AM κομίζω) φέρω, μεταφέρω, κουβαλώ («σφέα ἐκόμισάν τε καὶ ἱδρύσαντο τῆς σφετέρης χώρης ἐς τὴν μεσόγαιαν», Ηρόδ.) αρχ. 1. περιποιούμαι κάποιον («οὐδέ νυ τόν γε [παῑδα] γηράσκοντα κομίζω», Ομ. Ιλ.) 2. φιλοξενώ («κομίζεται αὐτῆν εἰς τὴν οἰκίαν»,… …

    Dictionary of Greek

  • 78λάθα — λάθα, ἡ (Α) (δωρ. τ.) βλ. λήθη …

    Dictionary of Greek

  • 79λήθω — (Α) λανθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη)] …

    Dictionary of Greek

  • 80λήσμων — λήσμων, ον (Α) επιλήσμων, ξεχασιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱθ μων (< θ. λᾱθ τού λανθάνω, [πρβλ. λήθη] + επίθημα μων), πρβλ. γνώ μων, τλή μων. Το σ τού τ. αναλογικά προς τους άλλους τού λανθάνω με σ (πρβλ. λήστις)] …

    Dictionary of Greek