ληθη

  • 61άρνα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 780 μ., 461 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονος του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στις ανατολικές πλαγιές του Ταϋγέτου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαρίδος. * * * και άρνη, η η λησμονιά, η λήθη («της άρνας το νερό» πρβλ.… …

    Dictionary of Greek

  • 62έκλησις — ἔκλησις, η (Α) πλήρης λήθη, απόλυτη λησμονιά …

    Dictionary of Greek

  • 63αλησμοσύνη — η λησμοσύνη, λησμονιά, λήθη («παρηγοριά ’χει ο θάνατος κι αλησμοσύνη ο χάρος», Δημοτικό). [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθ. + λησμοσύνη] …

    Dictionary of Greek

  • 64αμνήμων — ἀμνήμων ( ονος), ον (ΑΝ) 1. αυτός που δεν έχει μνήμη, που λησμονεί, επιλήσμων, ξεχασιάρης 2. αυτός που λησμονεί τις ευεργεσίες που έχει δεχθεί, αγνώμων, αχάριστος αρχ. 1. αυτός που έπεσε σε λήθη, ο λησμονημένος 2. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ… …

    Dictionary of Greek

  • 65αμνημοσύνη — ἀμνημοσύνη, η (Α) [ἀμνήμων] έλλειψη μνήμης, λησμοσύνη, λήθη …

    Dictionary of Greek

  • 66αμνησία — Πλήρης ή μερική απώλεια της μνήμης. Οι δύο φάσεις της μνημονικής λειτουργίας –η εγχάραξη της μνημονικής εντύπωσης και η μετέπειτα αναπόλησή της– είναι δυνατόν να αλλοιωθούν ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Υπάρχει επομένως μία α. εγχάραξης, κατά… …

    Dictionary of Greek

  • 67απολησμόνηση — η η λησμονιά, η λήθη …

    Dictionary of Greek

  • 68αρνησιά — η [αρνούμαι] 1. ο τόπος όπου οι νεκροί απαρνιούνται, λησμονούν τους ζωντανούς («με πάει στης άρνης τα βουνά, στης αρνησιάς τους κάμπους», μοιρολ.) 2. η λησμονιά, η λήθη («να πιω νερό της αρνησιάς στης άρνας το λαγκάδι», Παλαμάς) …

    Dictionary of Greek

  • 69αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …

    Dictionary of Greek

  • 70γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά …

    Dictionary of Greek