ληθη

  • 21λήθαιος — λήθαιος, αία, ον και ληθαῑος, αία, ον (Α) [λήθη] 1. αυτός που επιφέρει λήθη ή αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λήθη («λήθαιον σκότος», Λυκόφρ.) 2. (για πρόσ.) αυτός που λησμονεί, ο επιλήσμων 3. αυτός που προέρχεται από τη Λήθη, περιοχή τού κάτω… …

    Dictionary of Greek

  • 22Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …

    Deutsch Wikipedia

  • 23λήθαργος — Βαθύτατος και συνεχής ύπνος· μεταφορικά, η πλήρης αδράνεια. (Βοτ.) Στάδιο μειωμένης φυσιολογικής δραστηριότητας που εκδηλώνεται από ορισμένα σπόρια, σπέρματα ή οφθαλμούς φυτών. Πρόκειται για μία κατάσταση παρεμπόδισης της ανάπτυξης από έναν… …

    Dictionary of Greek

  • 24Lethe (Daimon) — Lethe (griech. Λήθη, Personifikation zu λήθη das Vergessen ) ist in der griechischen Mythologie die Daimona der Vergessenheit und nach Hesiods Theogonie eine Tochter der Eris. Ihr Name leitet sich aus dem griechischen Wort für Wahrheit a lethe ia …

    Deutsch Wikipedia

  • 25αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …

    Dictionary of Greek

  • 26αμνηστία — (Νομ.).Πράξη επιείκειας, με την οποία το κράτος παραιτείται από το δικαίωμά του να τιμωρήσει ορισμένα αδικήματα και ορίζει ότι δεν θα διώξει τους υπεύθυνους ή διακόπτει την εκτέλεση καταδίκης που έχει ήδη επιβληθεί με συγκεκριμένη δικαστική… …

    Dictionary of Greek

  • 27λήθιος — λήθιος, ον (Α) [λήθη] 1. αυτός που επιφέρει λήθη 2. (κατά τον Ησύχ.) «λαθραῑος» …

    Dictionary of Greek

  • 28λήθος — λῆθος, δωρ. τ. λᾱθος, τὸ (Α) η λήθη, η λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη)] …

    Dictionary of Greek

  • 29λήστις — λῆστις, εως, ἡ (Α) 1. λήθη, λησμονιά («ὀρχηστύς θ ἅμα κακῶν τε λῆστις», Ευρ.) 2. φρ. «λῆστιν ἴσχω» λησμονώ, επιλανθάνομαι (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱθ τις (< θ. λᾱθ τού λανθάνω, πρβλ. λήθη) με συριστικοποίηση τού θ προ τού τ (πρβλ. *πιθ τός > …

    Dictionary of Greek

  • 30ληθεδών — ληθεδών, όνος, ἡ (Α) (ποιητ.τ.) λήθη, λησμονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λήθ τού λανθάνω (πρβλ. λήθη) + επίθημα δών (πρβλ. αρπε δών, μελε δών), το οποίο συχνά χρησιμοποιείται προς δήλωση οργάνου] …

    Dictionary of Greek