ληθη
111ՄՈՌԱՑՈՒՄՆ — (ցման.) NBH 2 0297 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 12c գ. λήθη oblivio. Մոռանալն, եւ մոռացեալ լինելն. մոռանումն. մոռացութիւն. մոռացօնք. *Ընդէ՞ր ոչ արարեր մոռացումն անօրէնութեան իմոյ. Յոբ. ՟Է. 21: *Մոռացումն …
112ՄՈՌԱՑՕՆՔ — ( ) NBH 2 0297 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c գ. λήθη oblivio. Նոյն ընդ Մոռացումն. եւ ընդ բայի՝ որպէս Մոռանալ, մոռանիլ. (գրի առ յետինս եւ Մոռացունք.) *Պղծիցի, եւ մոռացօնք լինիցին նմա. Ղեւտ. ՟Ե. 3: *Ուրանալն է զինքն՝ …
113αρνησιά — η άρνηση, λήθη, λησμονιά: Την αρνησιά του αυτή την περίμενα …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
114λησμονιά — η λήθη, ξεχασιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
115λησμονώ — λησμόνησα, λησμονήθηκα, λησμονημένος, μτβ. και αμτβ. 1. ξεχνώ: Λησμόνησα να πάρω μαζί μου τα εισιτήρια. 2. αμελώ, αφαιρούμαι: Λησμόνησε να με ειδοποιήσει. 3. το μέσ., λησμονούμαι ή λησμονιέμαι πέφτω σε λήθη, με ξεχνούν: Οι νεκροί δεν πρέπει να… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
116λησμοσύνη — η λησμονιά, λήθη, ξεχασιά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
117διεθρυλήθη — διεθρῡλήθη , διαθρυλέω spread abroad aor ind pass 3rd sg …
118λαθῶν — λάθος escape from detection neut gen pl (attic epic doric) λᾱθῶν , λᾶθος neut gen pl (attic epic doric) λᾱθῶν , λήθη forgetting fem gen pl (doric) λᾱθῶν , λῆθος neut gen pl (attic epic doric) …
119λάθ' — λάτε , λάτος the great Nile perch masc voc sg λάθε , λανθάνω escape notice aor imperat act 2nd sg λάθε , λανθάνω escape notice aor ind act 3rd sg (homeric ionic) λά̱θᾱͅ , λήθη forgetting fem dat sg (doric aeolic) …
120λάθαν — λά̱θᾱν , λήθη forgetting fem acc sg (doric aeolic) …