ληθεδανός
1ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] …
2ληθεδανός — causing forgetfulness masc nom sg …
3ληθεδανόν — ληθεδανός causing forgetfulness masc acc sg ληθεδανός causing forgetfulness neut nom/voc/acc sg …
4νωτιδανός — ο (Α νωτιδανός) γένος σελαχίων στο οποίο ανήκουν είδη μεγαλόσωμων ψαριών με οξύ νωτιαίο πτερύγιο και με επίμηκες και χοντρό κεφάλι που απολήγει σε οξύ ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. (ι)δανός (πρβλ. ουτιδανός, ληθεδανός)] …