ληΐη
1ληίη — ληΐη, ἡ (Α) ιων. τ. βλ. λεία (Ι) …
2ληίη — λεία tool for smoothing stone fem nom/voc sg (epic ionic) ληίη booty fem nom/voc sg (epic ionic) …
3Пеонийский язык — Регионы: Балканы Вымер: между I и II веками н …
4Пейонский язык — Пеонийский язык Страны: Регионы: Балканы Вымер: между I и II веками н. э. Классификация Категория: Языки Евразии …
5Пенийский язык — Пеонийский язык Страны: Регионы: Балканы Вымер: между I и II веками н. э. Классификация Категория: Языки Евразии …
6ατέλεια — Απαλλαγή από οικονομικές επιβαρύνσεις, πολύ διαδεδομένη στην αρχαία Ελλάδα, εκτός μάλλον από τη Θήβα και τη Σπάρτη. Απονεμόταν σε πολίτες της χώρας ή και σε ξένους υπηκόους και μπορούσε να είναι προσωπική ή και κληρονομική. Δινόταν συνήθως ως… …
7λήιον — λήϊον, δωρ. τ. λᾷιον και λαῑον, τὸ (Α) 1. αθέριστοι καρποί τού αγρού, χωράφι πριν από τον θερισμό, σπαρτά στην ακμή τους έτοιμα για θερισμό («ἐσθίουσι τοῡ σίτου τὸ λήϊον», Αριστοτ.) 2. αγρός σπαρμένος με σιτάρι 3. η λεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾱFιον… …
8λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… …
9ληίτις — ληΐτις, ίτιδος, ἡ (Α) 1. (επίθ. τής Αθηνάς) αυτή που λαφυραγωγεί, που συνεργεί στη λεία, στη λαφυραγώγηση 2. αιχμάλωτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ίτις (πρβλ. κρην ίτις, στεφαν ίτις)] …
10ληιάς — ληϊάς, άδος, ἡ (Α) (ποιητ. θηλ. τού ληΐδιος] γυναίκα που έχει συλληφθεί αιχμάλωτη («ληϊάδας τε γυναῑκας», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐη, ιων. τ. τού λεία, + επίθημα ιάς (κρην ιάς, ορεστ ιάς). Με την ίδια σημ. μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή ο τ.… …
- 1
- 2