λεῶν
1Λέων — masc nom sg Λής masc gen pl (epic doric ionic) …
2λέων — masc nom sg …
3λέων — I Όνομα λογίων της βυζαντινής περιόδου. 1. Λόγιος και κληρικός (9ος αι.). Σοφός δάσκαλος με ευρεία εγκυκλοπαιδική μόρφωση και σκέψη, άκμασε την εποχή κατά την οποία στο Βυζάντιο σημειώθηκε μια αξιόλογη πνευματική άνθηση επί Θεοφίλου και Μιχαήλ Γ’ …
4Λέων ο Αφρικανός — (Χασάν Ιμπν Μοχάμαντ αλ Μπαζάν, 1494 – 1552;). Άραβας γεωγράφος. Καταγόταν από οίκο ευγενών της Γρενάδα. Μετά την κατάλυση του αραβικού κράτους στην Ισπανία, σπούδασε στο Φεζ και στη συνέχεια ταξίδεψε στη βόρεια Αφρική και στη νοτιοδυτική Ασία.… …
5Λεῶν — Λεώς men masc gen pl (attic epic ionic) …
6λεῶν — λαός men masc gen pl (ionic) λεάζω to be smooth fut part act masc voc sg λεάζω to be smooth fut part act neut nom/voc/acc sg λεάζω to be smooth fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …
7Λεών — Λεώ̆ν , Λεώς men masc acc sg (attic epic ionic) …
8λεών — λαός men masc acc sg (attic) …
9Λέων ο Τριπολίτης — (τέλη 9ου – μέσα 10ου αι. μ.Χ.). Εξισλαμισμένος χριστιανός πειρατής από την Τρίπολη της Φοινίκης. Επιδόθηκε πολύ νέος στην πειρατεία και απέκτησε δικό του πειρατικό στόλο. Επιδεικνύοντας τόλμη και αγριότητα, αλλά και βοηθούμενος από το πειρατικό… …
10Άγιος Λέων — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 390 μ., 428 κάτ.) της Ζακύνθου. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νησιού, νοτιοανατολικά του όρμου Έξω Χώρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρτεμισίων του νομού Ζακύνθου …