λεῖρος
1λειρός — λειρός, ά, όν (Α) [λείριον] λειριόεις («τέττιξ γλυκεροῑς χείλεσι λειρὰ χέων», επιγρ.) …
2λειρώς — λειρός like a lily masc acc pl (doric) …
3λεῖρον — λεῖρος gold ornament masc acc sg …
4λείροις — λεῖρος gold ornament masc dat pl …
5lei-2 — lei 2 English meaning: to eliminate, dissipate, disappear; weak, thin Deutsche Übersetzung: “eingehen, abnehmen, schwinden; mager, schlank” Note: (from *el ei ) Material: a. Gk. λίναμαι τρέπομαι Hes., λιάζομαι “weiche from,… …
6либивый — либивой хилый, слабый , либив, а, либоватый невзрачный, незаметный , др. русск., цслав. либивъ, либѣвъ λεπτός, gracilis, др. чеш. libivy, liběvy худой , кашуб. leby – то же. Родственно лит. liebas хилый; тощий (напр. о лошади) , другая ступень… …
7Lirokonit — (Linsenerz) Lirokonit aus der Typlokalität Wheal Gorland, Cornwall, England Chemische Formel Cu2Al[(OH)4|AsO4] • 4 H2O[1] …
8Liroconite — Liroconite[1] Catégorie VIII : phosphates, arséniates, vanadates[2] …
9λήρος — (I) ο (Α λῆρος) 1. ανόητος λόγος, ανοησία, μωρολογία («λὴρον εἶναι δοκεῑ τὸ νόμισμα φύσει δ οὐδέν», Αριστοτ.) 2. (ως ουσ. και ως επίθ.) (για πρόσ.) φλύαρος, μωρός, ανόητος (α. «μὴ ὥρασιν ἵκοιτο ὁ λῆρος ἐκεῑνος τοιαῡτα παιδεύων τὸ μειράκιον»,… …
10λείριο — Βλ. λ. κρίνο. * * * το (Α λείριον) νεοελλ. βοτ. γένος φυτών τής οικογένειας λιλιίδες, κν. κρίνος αρχ. το φυτό νάρκισσος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο το λείριον όσο και το λατ. lilium, με την ίδια σημ., είναι δάνειες λ. από γλώσσα τής… …
- 1
- 2