λεύω
41ἐπαναλεύσομαι — ἐπί , ἀνά λεύω stone aor subj mid 1st sg (epic) ἐπί , ἀνά λεύω stone fut ind mid 1st sg …
42ἐπικαταπλευσάντων — ἐπί , κατά , ἀπό λεύω stone aor part act masc/neut gen pl ἐπί , κατά , ἀπό λεύω stone aor imperat act 3rd pl ἐπί καταπλέω aor part act masc/neut gen pl ἐπί καταπλέω aor imperat act 3rd pl …
43ὑπαναπλεύσαντα — ὑπό , ἀνά , ἀπό λεύω stone aor part act neut nom/voc/acc pl ὑπό , ἀνά , ἀπό λεύω stone aor part act masc acc sg ὑπό ἀναπλέω sail upwards aor part act neut nom/voc/acc pl ὑπό ἀναπλέω sail upwards aor part act masc acc sg …
44СКАНДИЯ — • Scandĭa, Scandinavĭa, Scatinavia, Σκανδία, так назывался у древних скандинавов полуостров, о котором они, однако, имели смутные понятия; они думали, что там, в северном океане, есть несколько больших островов, принадлежащих к… …
45δημόλευστος — δημόλευστος, ον (Α) 1. ο λιθοβολημένος από τον δήμο, τον λαό 2. φρ. «δημόλευστος φόνος» αυτός που έγινε με δημόσιο λιθοβολισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + λεύω «λιθοβολώ»] …
46θυμολευστώ — θυμολευστῶ (Μ) λιθοβολώ οργισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο * + λευστώ (< λευστήρ «αυτός που λιθοβολεί» < λεύω «λιθοβολώ»), τ. που απαντά μόνο στο παρόν σύνθ. ρ.] …
47καταλεύω — (I) καταλεύω (Α) 1. θανατώνω κάποιον με λιθοβολισμό 2. καταδικάζω σε αναγκαστική εργασία στα λατομεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + λεύω «λιθοβολώ»]. (II) καταλεύω (Α) (επιτ. τ. τού αλεύω) εκκλίνω, απομακρύνω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀλεύω… …
48λευσμός — λευσμός, ὁ (Α) [λεύω] λιθοβολία, λιθοβολισμός («τίς ἔσθ ὁ μέλλων σκόλοπος ἢ λευσμοῡ τυχεῑν», Αισχύλ.) …
49λευστήρ — λευστήρ, ῆρος, ὁ (Α) 1. ο άξιος λιθοβολισμού 2. τύραννος, δυνάστης 3. (και ως επίθ.) αυτός που φονεύει με λιθοβολισμό («λευστῆρα δήμου δ οὔ τι μὴ φύγη μόρον», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λευσ (πρβλ. λεύσ ω, μέλλ. τού λεύω) + επίθημα τήρ (πρβλ.… …
50λευστός — λευστός, ή, όν (Α) [λεύω] αυτός που λιθοβολείται («λευστά ὁρατά, λιθοβόλητα», Ησύχ.) …