λεύκιππος
1Λεύκιππος — riding masc nom sg …
2λεύκιππος — riding masc/fem nom sg …
3λεύκιππος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας και ιδρυτής της «επί Μαιάνδρω» Μαγνησίας. Ήταν γιος του Ξάνθιου και απόγονος του Βελλεροφόντη. Όπως αναφέρει ο Ερμησιάναξ (4ος 3ος αι. π.Χ.), διακρινόταν για τη μεγάλη σωματική του δύναμη και τις εξαιρετικές …
4λεύκιππον — λεύκιππος riding masc/fem acc sg λεύκιππος riding neut nom/voc/acc sg …
5Λευκίπποιο — Λεύκιππος riding masc gen sg (epic) …
6λευκίπποιο — λεύκιππος riding masc/fem/neut gen sg (epic) …
7Λευκίπποις — Λεύκιππος riding masc dat pl …
8λευκίπποις — λεύκιππος riding masc/fem/neut dat pl …
9Λευκίπποισι — Λεύκιππος riding masc dat pl (epic ionic aeolic) …
10λευκίπποισι — λεύκιππος riding masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …