λεύκινος
1λεύκινος — of white poplar masc nom sg …
2λεύκινος — (I) η, ο / Α λεύκινος, ίνη, ον [λεύκη] φτειαγμένος από λεύκα, ιδίως από το ξύλο της αρχ. (για στρατιώτη) στολισμένος με στεφάνι από λεύκα. (II) λεύκινος, ίνη, ον (Α) [λευκαία] κατασκευασμένος από το φυτό λευκαία,* από σχοινί …
3λευκίνων — λεύκινος of white poplar fem gen pl λεύκινος of white poplar masc/neut gen pl …
4λεύκινον — λεύκινος of white poplar masc acc sg λεύκινος of white poplar neut nom/voc/acc sg …
5λευκίνοις — λεύκινος of white poplar masc/neut dat pl …
6λευκίνου — λεύκινος of white poplar masc/neut gen sg …
7λευκίνους — λεύκινος of white poplar masc acc pl …
8λευκίνῃ — λεύκινος of white poplar fem dat sg (attic epic ionic) …
9λευκίνῳ — λεύκινος of white poplar masc/neut dat sg …
10-ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …