λεόπαρδος
1λεόπαρδος — leopard masc nom sg …
2λεόπαρδος — ο (AM λεόπαρδος) η λεοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέων + πάρδος είναι εμφανής η επίδραση του λατ. leopardus (pardus «αρσενικός πάνθηρας»), αφού η συνήθης μορφή με την οποία εμφανίζεται ο τ. λέων ως α συνθετικό είναι λεοντο και όχι λεο , ο δε τ. πάρδος …
3λεοπάρδοις — λεόπαρδος leopard masc dat pl …
4λεοπάρδου — λεόπαρδος leopard masc gen sg …
5λεοπάρδων — λεόπαρδος leopard masc gen pl …
6λεοπάρδῳ — λεόπαρδος leopard masc dat sg …
7λεόπαρδε — λεόπαρδος leopard masc voc sg …
8λεόπαρδον — λεόπαρδος leopard masc acc sg …
9λεοπάρδαλη — Κοινή ονομασία του θηλαστικού Panthera pardus, της οικογένειας των αιλουροειδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Στη νεότερη συστηματική ταξινόμηση ο όρος πάνθηρας δηλώνει γένος διαφόρων ειδών αιλουροειδών, τα οποία παλαιότερα περιλαμβάνονταν στο γένος …
10λεοντόπαρδος — λεοντόπαρδος, ὁ (Μ) η λεοπάρδαλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * + πάρδος «λεοπάρδαλις». Βλ. και λεόπαρδος] …
- 1
- 2