λεία
1λεία — λείᾱ , λεία tool for smoothing stone fem nom/voc/acc dual λείᾱ , λεία tool for smoothing stone fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λεί̱ᾱ , λεῖος smooth fem nom/voc/acc dual λεί̱ᾱ , λεῖος smooth fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2λείᾳ — λείᾱͅ , λεία tool for smoothing stone fem dat sg (attic doric aeolic) λεί̱ᾱͅ , λεῖος smooth fem dat sg (attic doric aeolic) …
3λεία — Διαρπαγή κινητής και ιδιωτικής περιουσίας, κυρίως έπειτα από πολεμική επιχείρηση· λάφυρο· θήραμα που γίνεται τροφή σαρκοφάγου ζώου. δικαίωμα της λ. Είναι το δικαίωμα του εμπόλεμου κράτους να κατάσχει οποιαδήποτε αγαθά ανήκουν στον εχθρό. Στον… …
4λεία — η 1. ό,τι αρπάζει ο νικητής από τον ηττημένο, λάφυρα από λεηλασία: Η λεία του πολέμου. 2. το θήραμα των σαρκοβόρων ζώων: Οι αντιλόπες αποτελούν λεία των λιονταριών …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5λεῖα — λεῖος smooth neut nom/voc/acc pl …
6λείας — λείᾱς , λεία tool for smoothing stone fem acc pl λείᾱς , λεία tool for smoothing stone fem gen sg (attic doric aeolic) λεί̱ᾱς , λεῖος smooth fem acc pl λεί̱ᾱς , λεῖος smooth fem gen sg (attic doric aeolic) …
7λείαν — λείᾱν , λεία tool for smoothing stone fem acc sg (attic doric aeolic) λεί̱ᾱν , λεῖος smooth fem acc sg (attic doric aeolic) …
8λειῶν — λεία tool for smoothing stone fem gen pl λειόω make smooth pres part act masc voc sg (doric aeolic) λειόω make smooth pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) λειόω make smooth pres part act masc nom sg λειόω make smooth pres inf act… …
9λεῖαι — λεία tool for smoothing stone fem nom/voc pl λεῖος smooth fem nom/voc pl …
10λείαις — λεία tool for smoothing stone fem dat pl λεί̱αις , λεῖος smooth fem dat pl …