λευκ-όω

  • 1λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… …

    Dictionary of Greek

  • 2Λεῦκ' — Λεῦκαι , Λεύκη leprosy fem nom/voc pl Λεῦκε , Λεῦκος masc voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3λεῦκ' — λεῦκαι , λεύκη leprosy fem nom/voc pl λεῦκε , λεῦκος a fish masc voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 4Λεύκ' — Λεύκᾱͅ , Λεύκη leprosy fem dat sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 5λεύκ' — λεύκᾱͅ , λεύκη leprosy fem dat sg (doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 6ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …

    Dictionary of Greek

  • 7λευκαθίζω — και, δ. γρφ., λευκανθίζω (Α) 1. είμαι ή φαίνομαι λευκός, λευκάζω, ασπρίζω («γύψῳ λευκαθίζουσαν σπουδάζειν θαυμάζεσθαι τὴν οἰκίαν», Επίκτ.) 2. (για υγρά μάτια) λάμπω, λαμπυρίζω («ὑγρά, διαυγῆ καὶ λευκαθίζοντα», Κασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * +… …

    Dictionary of Greek

  • 8λευκογένης — και λευκογένειος, ο αυτός που έχει λευκά γένια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γένης (< γένι), πρβλ. ξανθο γένης, ψαρο γένης. Ο τ. λευκογένειος < λευκ(ο) * + γένειος (< γένειον), πρβλ. ακρο γένειος, δασυ γένειος. Η λ. λευκογένειος μαρτυρείται …

    Dictionary of Greek

  • 9λευκόγειος — α, ο (AM λευκόγειος, ον, Α και λευκόγεως, ων και λευκόγαιος, ον) αυτός που έχει λευκή γη, άσπρο χώμα, ή αυτός που προέρχεται από λευκή γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + γειος (< γαία), πρβλ. επί γειος, υπό γειος. Οι τ. λευκόγεως και λευκόγαιος… …

    Dictionary of Greek

  • 10λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …

    Dictionary of Greek