λευκ-ερῑνεός
1λευκερινεός — λευκερινεός, αττ. τ. λευκερίνεως, ἡ (Α) 1. είδος συκιάς που παράγει λευκά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἐρινεός «αγριοσυκιά»] …
1λευκερινεός — λευκερινεός, αττ. τ. λευκερίνεως, ἡ (Α) 1. είδος συκιάς που παράγει λευκά σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἐρινεός «αγριοσυκιά»] …