λευκ-άκανθος
1μυάκανθος — μυάκανθος, ὁ (Α) το φυτό ασπάραγος ο πετραίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + ἄκανθος (πρβλ. λευκ άκανθος, μυρτ άκανθος), επειδή τα φύλλα τού φυτού μοιάζουν με αφτιά ποντικού] …
2πολυάκανθος — ον, Α 1. αυτός που έχει πολλά αγκάθια 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυάκανθον είδος φυτού με αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ἄκανθος (πρβλ. λευκ άκανθος, μον άκανθος)] …
3χονδράκανθος — η, ο / χονδράκανθος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο χονδράκανθος ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους κωπήποδων καρκινοειδών αρχ. αυτός που έχει ακανθώδη σκελετό («σελάχη χονδράκανθα τὴν φύσιν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + άκανθος (<… …
4μονάκανθος — (monacanthus). Είδος ψαριού της οικογένειας των μονακανθιδών. Έχει δέρμα εξαιρετικά τραχύ και γι’ αυτό ονομάζεται και ψάρι λίμα, και ένα στερεό ραχιαίο αγκάθι αντί τριών. Το πίσω χείλος του αγκαθιού αυτού, είναι οδοντωτό σαν πριόνι. Ο μ.… …
5λευκαγκαθιά — η (Α λευκάκανθα και λευκάκανθος) ονομασία, κοινή σήμερα, ενός είδους τού γένους ράμνος αρχ. είδος κνίκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ἄκανθα / ἄκανθος «φυτό με αγκάθια» (πρβλ. πυρ άκανθα / πολυ άκανθος)] …