λευκός
1λευκός — light masc nom sg …
2Λεῦκος — masc nom sg …
3λεῦκος — a fish masc nom sg …
4λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …
5λεύκος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * (I) λεῡκος, ὁ (Α) [λευκός] ονομασία ψαριού («ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῡκον καλέουσι», Θεόκρ.). (II) λεῡκος, ὁ (Μ) η λεύκα.… …
6Λεύκος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * Λεῡκος, ὁ (Α) θεότητα στη Μίλητο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκός, με αναβιβασμό τού τόνου (πρβλ. φαιδρά > Φαίδρα, γλαυκός >… …
7Λευκός Οίκος — (White House). Συμβατική ονομασία της επίσημης κατοικίας του προέδρου των ΗΠΑ. Κατασκευάστηκε μεταξύ των ετών 1792 και 1800 στη σημερινή λεωφόρο Πενσιλβάνια 1600 της πρωτεύουσας της χώρας Ουάσινγκτον. Τα σχέδια εκπόνησε ο ιρλανδικής καταγωγής… …
8λευκός, -ή — ό 1. άσπρος: Η νύφη φορούσε ένα λευκό και μακρύ φόρεμα. 2. μτφ., αγνός, καθαρός: Τον απέλυσαν μόλις έμαθαν ότι δεν είχε λευκό ποινικό μητρώο …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
9Λευκὸς κορώνας. — См. Редкая птица …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
10Λευκός Νείλος — Βλ. λ. Νείλος …