λευκός
91CANITIES — capitis corona est. Euripides apud Stobaeum, ἀοίδιμι δὲ ςτεφάνοις κάρα πολιὸν ςτεφανώσας, Canam vero coronis caput coronatum. Quomodo enim Lex, inquit Plut. εἰ πρεσβυτ. πολιτευτ. diadema et coronam, sic Canitiem natura honoratum praecipuae… …
92POLIA Gemma — Graece πολὰ, a canitie, cui similis erat, dicta est. Nam πολιοὶ, cani, et πολὶα, canities, senectus. De ea Plin. l. 37. c. 11. Polia caniciem quandam inducit sardio, eandem rariorem nigro spartepolies. Nempe radicem vel fundum habet colore sardii …
93Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …
94άλβος — ἄλβος, α, ον (Μ) 1. λευκός, άσπρος 2. φρ. «τὸ ἄλβον μέρος», οι αλβάτοι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. albus «λευκός»] …
95άλευκος — η, ο 1. ο μη λευκός 2. ο αλεύκαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + λευκός] …
96άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… …
97ακτσέ — το τουρκική ονομασία τής αργυρής οθωμανικής νομισματικής μονάδας. Από τους Ευρωπαίους συγγραφείς, ο όρος ακτσέ αποδόθηκε γενικότερα ως aspre ή asper από την ελληνική λέξη άσπρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξενικό < λέξη τουρκική, υποκορ. τής λ. ak «άσπρος».… …
98βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… …
99ζάλευκος — (7ος αι. π.Χ.). Νομοθέτης των Επιζεφυρίων Λοκρών της Κάτω Ιταλίας. Σύμφωνα με την παράδοση, συνδέεται με τον Πυθαγόρα, τον Λυκούργο και τον Χαρώνδα. Άλλοι θεωρούν ότι ήταν ο συγγραφέας της παλαιότερης γραπτής ελληνικής νομοθεσίας, η οποία… …
100ημίλευκος — η, ο (Α ἡμίλευκος, ον) αυτός που δεν είναι εντελώς λευκός, σχεδόν λευκός, υπόλευκος …