λευκός
61λεῦκοι — λεῦκος a fish masc nom/voc pl …
62Λεῦκον — Λεῦκος masc acc sg …
63λεῦκον — λεῦκος a fish masc acc sg …
64λεύκοιο — λεῦκος a fish masc gen sg (epic) …
65λεύκοισι — λεῦκος a fish masc dat pl (epic ionic aeolic) …
66λεύκου — λεῦκος a fish masc gen sg λευκόω whiten over pres imperat act 2nd sg λευκόω whiten over imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …
67λεύκων — λεῦκος a fish masc gen pl λευκόω whiten over imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) λευκόω whiten over imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …
68λεύκῳ — λεῦκος a fish masc dat sg …
69φαλός — ή, όν, Α 1. αυτός που λάμπει, ο λευκός 2. (κατά τον Ησύχ.) «τραυλός, κωφός, μωρός» 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ φαλός α) (κατά τον Απολλ. Σοφ.) «τὸ λάμπρυσμα τῆς περικεφαλαίας» β) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «φαλὸς ὁ λόφος τῆς περικεφαλαίας καὶ τρυφαλεία …
70αλφός — ο (Α ἀλφός) (λέγεται για το χρώμα τού προσώπου τών λεπρών) λευκός, υπόλευκος ή αυτός που έχει λευκές κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλφὸς συνδέεται πιθ. ετυμολογικά με την ΙΕ ρίζα *al «λευκός, στιλπνός» και είναι συγγενής με τα λατ. albus, ουμβρ. alfu.… …