λευκός

  • 101θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …

    Dictionary of Greek

  • 102καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… …

    Dictionary of Greek

  • 103καταπολιός — καταπολιός, όν (Α) εντελώς λευκός, κατάλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πολιός «λευκός»] …

    Dictionary of Greek

  • 104λευκάζω — (Μ λευκάζω) [λευκός] έχω χρώμα που αποκλίνει προς το λευκό, φαίνομαι λευκός, ασπρίζω …

    Dictionary of Greek

  • 105λευκάς — λευκάς, άδος, ἡ (Α) [λευκός] 1. (ως θηλ. τού λευκός) λευκή («λευκὰς χαίτη», Νόνν.) 2. φύλλο φοινικιάς 3. ονομασία διαφόρων φυτών («λευκὰς ὀρεινή» Διοσκ.) 4. φρ. α) «Λευκάς πέτρη» ή, απλώς, «Λευκάς» ονομασία διαφόρων βράχων ή ακρωτηρίων β) «λευκάς …

    Dictionary of Greek

  • 106λευκίτης — Πυριτικό ορυκτό του καλίου και του αργιλίου με χημικό τύπο KAlSi2O6, το οποίο ανήκει στην ομάδα των αστρίων. Μακροσκοπικά εμφανίζεται με κρυστάλλους του κυβικού συστήματος, εικοσιτετραεδρικού σχήματος, μορφή την οποία αποκτά κατά τη στιγμή του… …

    Dictionary of Greek

  • 107λευκαίνω — (AM λευκαίνω) [λευκός] 1. κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω (α. «οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι», Κάλβ. β. «ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ. γ. «ἡ δὲ χροιὰ τοῡ σώματος οὔτε πρὸς τὸ θηλυπρεπὲς ἐλευκαίνετο, οὔτε πρὸς τὸ μελάντερον… …

    Dictionary of Greek

  • 108λευκώδης — ώδες (Μ λευκώδης, ῶδες) [λευκός] νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο λευκώδης ζωολ. ο πιο εξελιγμένος τύπος σπόγγων, αλλ. το λευκό μσν. λευκός, άσπρος …

    Dictionary of Greek

  • 109μεσόλευκος — μεσόλευκος, ον (Α) 1. αυτός που είναι στη μέση λευκός, ο αναμεμιγμένος με λευκό χρώμα, ο διάλευκος 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ μεσόλευκος είδος πολύτιμου λίθου 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ μεσόλευκος το φυτό λευκάς η ορεινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + λευκός] …

    Dictionary of Greek

  • 110παμφαλώ — παμφαλῶ, άω (Α) 1. βλέπω κατάπληκτος, γεμάτος φόβο 2. (η παθ. μτχ. ενεστ.) παμφαλώμενος περιβλεπόμενος πανταχόθεν (Σχόλ. στον Λυκόφρ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «μετὰ πτοιήσεως καὶ ἐνθουσιασμοῡ ἐπιβλέπειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ενεστ. τ. σε άω με… …

    Dictionary of Greek