λευκὴ αἴ
1Λευκῇ — Λευκή fem dat sg (attic epic ionic) Λευκής masc dat sg (attic epic doric ionic) …
2Λευκή — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3Λεύκη — leprosy fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
4λεύκη — leprosy fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
5Λεύκῃ — Λεύκη leprosy fem dat sg (attic epic ionic) …
6λεύκῃ — λεύκη leprosy fem dat sg (attic epic ionic) …
7λεύκη — I (Βοτ.). Βλ. λ. λεύκα ή λεύκη. II (Ιατρ.). Κοινή ονομασία δερματικής πάθησης (vitiligo vulgaris) κατά την οποία εμφανίζεται διαταραχή χρώσης του δέρματος οφειλόμενη στην εξαφάνιση της μελανίνης κατά περιοχές. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη, αν… …
8Λευκῆ — Λευκής masc voc sg (doric) …
9λευκῇ — λευκός light fem dat sg (attic epic ionic) …
10λευκή — λευκός light fem nom/voc sg (attic epic ionic) …