1Λευκαίος — Λευκαῑος, αία, ον (Α) [λεύκη] (ως επίθ. τού Διός) ο τής λεύκας, αυτός που έχει σχέση με τη λεύκα («γενέσθαι οἱ Λεπρεᾱται σφίσιν ἔλεγον ἐν τῇ πόλει Λευκαίου Διὸς ναόν», Παυσ.) …
Dictionary of Greek
2Λευκαίου — Λεύκαιος masc gen sg Λευκαί̱ου , Λευκαῖος of the white poplar masc gen sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)