λευκαί
1Λευκαί — Λευκή fem nom/voc pl Λευκής masc nom/voc pl (doric) …
2λευκαί — λευκός light fem nom/voc pl …
3Λευκᾶι — Λευκᾷ , Λευκή fem dat sg (doric aeolic) Λευκᾷ , Λευκής masc dat sg (doric aeolic) …
4λευκᾶι — λευκᾷ , λευκός light fem dat sg (doric aeolic) …
5Λεῦκαι — Λεύκη leprosy fem nom/voc pl …
6λεῦκαι — λεύκη leprosy fem nom/voc pl …
7Λεῦκ' — Λεῦκαι , Λεύκη leprosy fem nom/voc pl Λεῦκε , Λεῦκος masc voc sg …
8λεῦκ' — λεῦκαι , λεύκη leprosy fem nom/voc pl λεῦκε , λεῦκος a fish masc voc sg …
9λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …
10λεύκη — I (Βοτ.). Βλ. λ. λεύκα ή λεύκη. II (Ιατρ.). Κοινή ονομασία δερματικής πάθησης (vitiligo vulgaris) κατά την οποία εμφανίζεται διαταραχή χρώσης του δέρματος οφειλόμενη στην εξαφάνιση της μελανίνης κατά περιοχές. Η αιτιολογία παραμένει άγνωστη, αν… …