λευκαία

  • 1λευκαία — και, δ. γρφ., λευκέα, ἡ (Α) [λεύκη] 1. είδος ανθεκτικού φυτού κατάλληλου για κατασκευή σχοινιών, το σπάρτο 2. συνεκδ. το σχοινί 3. το φυτό λεύκα 4. (κατά τον Ευστ.) ο φλοιός τής λεύκας …

    Dictionary of Greek

  • 2λευκαίας — λευκαίᾱς , λευκαία of the white poplar fem acc pl λευκαίᾱς , λευκαία of the white poplar fem gen sg (attic doric aeolic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 3λεύκινος — (I) η, ο / Α λεύκινος, ίνη, ον [λεύκη] φτειαγμένος από λεύκα, ιδίως από το ξύλο της αρχ. (για στρατιώτη) στολισμένος με στεφάνι από λεύκα. (II) λεύκινος, ίνη, ον (Α) [λευκαία] κατασκευασμένος από το φυτό λευκαία,* από σχοινί …

    Dictionary of Greek

  • 4λευκέα — λευκέα, ἡ (Α) βλ. λευκαία …

    Dictionary of Greek