λεσχανόριος

  • 1λεσχανόριος — λεσχανόριος, ὁ (Α) βλ. λεσχηνόριος …

    Dictionary of Greek

  • 2λεσχηνόριος — και λεσχανάριος και δωρ. τ. λεσχανόριος, ὁ (Α) 1. προσωνυμία τού Απόλλωνος ως προστάτη τών λεσχών 2. (στον δωρ. τ. ως κύριο όν.) Λεσχανόριος επιγρ. ονομασία ενός μήνα στη Θεσσαλία και στην Κρήτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *Λεσχήνωρ (< λέσχη + ήνωρ… …

    Dictionary of Greek