λεπ-ίς

  • 11σαπρός — ή, ό / σαπρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει υποστεί αποσύνθεση, σήψη, σάπιος (α. «σαπρά μήλα» β. «σαπραὶ ἐλαῑαι», Θεόφρ.) 2. (για πρόσ.) εξασθενημένος, εξαντλημένος σωματικά («γέρων ὤν καὶ σαπρός», Αριστοφ.) νεοελλ. μτφ. ηθικά αποσυντεθειμένος,… …

    Dictionary of Greek

  • 12χήρα — η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. χήρη Α 1. γυναίκα που έχει χάσει τον σύζυγό της και παραμένει άγαμη (α. «ήτο έρημος και χήρα», Παπαδ. β. «οὐ παρθένον, ἀλλὰ χήραν», Πλούτ.) 2. στον πληθ. οἱ χήρες και αίχῆραι εκκλ. τάξη αφιερωμένων στη διακονία τής… …

    Dictionary of Greek

  • 13ψαλίδα — Έντομο της οικογένειας των φορφικουλιδών της τάξης των δερματόπτερων, γνωστό επιστημονικά ως φορφικούλη η ωτική. Πρόκειται για αρπακτικό έντομο, που γεννά τα αβγά του στο έδαφος και τα προσέχει ώσπου να εκκολαφθούν. * * * η / ψαλίς, ίδος, ΝΜΑ,… …

    Dictionary of Greek

  • 14ψηφίδα — η / ψηφίς, ῑδος, ΝΜΑ μικρό τεμάχιο πέτρας που χρησιμοποιείται για την κατασκευή ψηφιδωτών νεοελλ. (πετρογρ.) ιζηματογενές τεμαχίδιο που κατατάσσεται στους ρουδίτες και είναι περισσότερο γνωστό με την ονομασία χάλικας αρχ. 1. (γενικά) κομματάκι… …

    Dictionary of Greek

  • 15chroolepoid — chroolepoid, a. Bot. (krəʊˈɒlɪpɔɪd) [f. Gr. χρώς, χροός colour + λεπ ίς a scale + oid.] Having small yellow scales. in Syd. Soc. Lex …

    Useful english dictionary