1λεπτίον — λεπτίον, τὸ (Α) πιθάρι, δοχείο, σταμνί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τού λεπτόν* «πιθάρι, στάμνα»] …
Dictionary of Greek
2λεπτάριον — λεπτάριον, τὸ (Α) [λεπτίον] επιγρ. χειρουργικό εργαλείο …