λεπτό-γειος

  • 1χρυσόγειος — ον, και χρυσόγεως, ων, Α αυτός τού οποίου το έδαφος περιέχει χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + γειος / γεως (< γῆ*), πρβλ. λεπτό γειος / λεπτό γεως] …

    Dictionary of Greek

  • 2μαλακόγειος — μαλακόγειος, ον (Α) (για τόπο) αυτός που έχει αφράτο χώμα («οὐ πολλὴν καὶ μαλακόγειον χώραν ἐπιόντες», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + γειος (< γῆ), πρβλ. ισό γειος, λεπτό γειος] …

    Dictionary of Greek

  • 3γη — Γ. ονομάζεται γενικά το έδαφος πάνω στο οποίο κατοικούμε (ετυμολογείται από το αρχαίο γαία). Με ευρύτερη έννοια, ορίζεται επίσης η οικουμένη, ο επίγειος κόσμος, η επιφάνεια του εδάφους. Γ., όμως, ονομάζεται κυρίως ο τρίτος πλανήτης του ηλιακού… …

    Dictionary of Greek

  • 4καταγεώτης — καταγεώτης, ὁ (Α) (Ησύχ.) ο νεκροθάφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κατά γεως, αμάρτυρος παρλλ. τ. τού κατά γειος (πρβλ. λεπτό γεως, μεσό γεως)] …

    Dictionary of Greek