λεπαστή
1λεπαστῇ — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem dat sg (attic epic ionic) …
2λεπαστή — limpet shaped drinking cup fem nom/voc sg (attic epic ionic) …
3λεπάστῃ — λεπάστη limpet shaped drinking cup fem dat sg (attic epic ionic) …
4λεπαστή — Αγγείο μεγάλων διαστάσεων (είδος κύλικα), το οποίο χρησίμευε ως ποτήρι στα συμπόσια των αρχαίων Ελλήνων. Η λ., η οποία έχει μονόκογχο σχήμα, οφείλει την ονομασία της στο οστρακοειδές λεπάς, το οποίο διαθέτει μονόκογχο όστρακο. * * * λεπαστή ή… …
5λεπασταῖς — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem dat pl …
6λεπασταί — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem nom/voc pl …
7λεπαστῆς — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem gen sg (attic epic ionic) …
8λεπαστήν — λεπαστή limpet shaped drinking cup fem acc sg (attic epic ionic) …
9λεπαστά — λεπαστά̱ , λεπαστή limpet shaped drinking cup fem nom/voc/acc dual λεπαστά̱ , λεπαστή limpet shaped drinking cup fem nom/voc sg (doric aeolic) …
10λεπαστίς — λεπαστίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. λεπαστή …
- 1
- 2