λεοντ-ιάω
1μολυβδιώ — μολυβδιῶ, άω (Α) έχω το χρώμα τού μολύβδου («μολυβδιᾷς ὑπὸ νόσου», Κωμ. αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα ιάω, ώ, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. κυρτ ιώ, λεοντ ιώ)] …
1μολυβδιώ — μολυβδιῶ, άω (Α) έχω το χρώμα τού μολύβδου («μολυβδιᾷς ὑπὸ νόσου», Κωμ. αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μόλυβδος + επίθημα ιάω, ώ, που δηλώνει ασθένεια (πρβλ. κυρτ ιώ, λεοντ ιώ)] …