λεξ-ίδιον

  • 1ταυρίδιον — τὸ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) υποκορ. τού ταύρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. χοιρ ίδιον)] …

    Dictionary of Greek