λεξίδιον
1λεξίδιον — neut nom/voc/acc sg …
2λεξιδίοις — λεξίδιον neut dat pl …
3λεξιδίου — λεξίδιον neut gen sg …
4λεξίδια — λεξίδιον neut nom/voc/acc pl …
5λεξίδιο — το (Α λεξίδιον και λεξείδιον) μικρή λέξη, λέξη που αποτελείται από λίγες συλλαβές ή λίγους φθόγγους αρχ. 1. όρος, έκφραση 2. πρόταση, φράση. [ΕΤΥΜΟΛ. < λέξις + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. βιβλ ίδιον). Ο τ. λεξείδιον οφείλεται πιθ. σε εσφαλμένη …
6λεξείδιον — λεξείδιον, τὸ (Α) βλ. λεξίδιον …
7λεξύδριον — και λεξίδριον, τὸ (Α) λεξίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεξύδριον < λέξις + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον). Ο τ. λεξίδριον < λεξύδριον, πιθ. με επίδραση τής λ. λεξίδιον] …