λελακυῖα

  • 1λελακυῖα — λάσκω ring perf part act fem nom/voc sg λελᾱκυῖα , λάσκω ring perf part act fem nom/voc sg (epic doric aeolic) λάζω perf part act fem nom/voc sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2λάσκω — (Α) 1. (για πράγματα) κάνω κρότο, ηχώ («λάκε χαλκὸς νυσσομένων ξίφεσίν τε καὶ ἔγχεσι», Ομ. Ιλ.) 2. (για πτηνό) κράζω, κρώζω 3. (για σκύλο) γαυγίζω («Σκύλλη... δεινὸν λελακυῑα», Ομ. Οδ.) 4. (για πρόσ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά («λέληκεν ἤν καὶ… …

    Dictionary of Greek