λελάθῃ

  • 1λελάθῃ — λανθάνω escape notice aor subj mp 2nd sg λανθάνω escape notice aor subj act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2λανθάνω — και λαθαίνω (AM λανθάνω, Α και λήθω, Μ και λαθαίνω και λαθάνω) 1. διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος (α. «λάθε δ Ἕκτορα», Ομ. Ιλ. β. «οὐδέ με λήθεις, ὅτι θεῶν τίς σ ἦγε», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «λάθε βιώσας» να ζεις διακριτικά χωρίς να… …

    Dictionary of Greek