-
1 λείπω
[липо] р. (αμτβ.) отсутствовать, быть в отлучке,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > λείπω
-
2 недоставать
недоставать λείπω* δεν επαρκώ, δε φτάνω (не хватать)' \недоставатьёт... λείπει...* * *λείπω; δεν επαρκώ, δε φτάνω ( не хватать)недостаёт... — λείπει...
-
3 отсутствовать
-
4 отлучаться
отлучатьсянесов ἀπουσιάζω, λείπω, ἀπομακρύνομαι:я не могу́ часто \отлучаться δέν μπορῶ νά λείπω συχνά· \отлучаться на один час φεύγω γιά μιά ὠρα. -
5 недоставать
-стат, μτχ. ενστ. недостакь щийρ.δ. απρόσ,1. λείπω, δε φτάνω, δεν αρκώ--ло опыта δεν υπήρχε η πείρα•терпенья -ло έλειπε η υπομονή•
мне -т денег δε μου φτάνουν τα χρήματα•
-т кадров δεν επαρκούν τα στελέχη.
2. απουσιάζω, λείπω.3. χρειάζομαι, είμαι αναγκαίος, απαραίτητος.εκφρ.этого (ещё, только) -ло (недоставатьх) – αυτό ακόμα δεν έφτανε (δε φτάνει). -
6 отсутствовать
1. (не присутствовать, не находиться) απουσιάζω 2. (не быть в наличии) λείπω, δεν υπάρχω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отсутствовать
-
7 недоставать
недоста||ватьнесов безл λείπω:мне \недоставатьет денег δέν μοῦ φθάνουν τά χρήματα· \недоставатьет слов, чтобы... δέν βρίσκω λόγια γιά νά...· \недоставатьет опыта λείπει ἡ πείρα· мне тебя \недоставатьет μοῦ λείπεις· ◊ э́того еще (только) \недоставатьвало! разг αὐτό μᾶς ἔλειπε! -
8 отсутствовать
отсутств||оватьнесов λείπω / ἀπουσιάζω (тк. о людях). -
9 разгон
разгонм1. (толпа, собрания и т. п.) ἡ διάλυση [-ις], ὁ διασκορπισμός·2. (разбег) ἡ φόρα, ἡ φορά:брать \разгон παίρνω φόρα· с \разгона μετά φοράς· без \разгона ἄνευ φοράς· ◊ быть в \разгоне разг λείπω. -
10 возможно
επίρ.1. όσο το δυνατό(ν)•сделать возможно лучше κάνω όσο το δυνατόν καλύτερα•
принесите лекарство возможно скорее φέρτε φάρμακο όσο μπορείτε γρηγορότερα ή το ταχύτερο.
2. απρόσ. είναι, υπάρχει η δυνατότητα.3. ίσως, είναι ενδεχόμενο, δυνατό, ενδέχεται, μπορεί, πιθανόν•возможно меня не будет дома завтра μπορεί αύριο να μην είμαι στο σπίτι, ίσως αύριο να λείπω από το σπίτι.
-
11 досчитать
ρ.σ.μ. κ. αμ. απομετρώ, τελειώνω τη μέτρηση• μετρώ ως.βρίσκω το λάθος λογαριάζοντας•долго я не мог досчитать пяти рублей; наконец -ал πολύ ώρα δεν μπορούσα να βρω, πώς λείπουν πέντε ρούβλια στο λογαριασμό• επιτέλους βρήκα γιατί•
я тут не -ал двух рублей εδώ δεν συμπεριέλαβα στο λογαριασμό δυο ρούβλια•
(για λογαριασμό) λείπω, δε φτάνω•после столкновения не-лись нескольких человек μετά τη συμπλοκή έλειψαν κάμποσα άτομα.
-
12 манкировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.1. (γραπ. λόγος) παραμελώ•манкировать службой, уроками παραμελώ την υπηρεσία, τα μαθήματα.
2. παλ. απουσιάζω, λείπω•ученики у нас редко -ют οι μαθητές μας σπάνια απουσιάζουν.
3. δε σέβομαι• περιφρονώ.4. αμελώ να στείλω γράμμα. -
13 недосчитаться
ρ.σ. λείπω από το λογαριασμό χάνομαι•пастух -лся двух баранов ο βοσκός μετρώντας βρήκε ότι του λείπουν δυο πρόβατα•
-лись трёх кур έλειψαν από το μέτρο τρεις κότες.
-
14 отсутствовать
-твую, -твуешь, μτχ. ενστ. отсуствующийρ.δ.1. απουσιάζω, είμαι απών.2. (ελ)λείπω, δεν υπάρχω, είμαι λειψός. -
15 отъезд
-а α.αναχώρηση (με μεταφ. μέσο).εκφρ.быть (находить(ся) в -е – λείπω, είμαι ταξίδι, είμαι φευγάτος. -
16 страдать
-аю, -аешь κ. παλ. стражду, страждешь, μτχ. ενστ. страдающий κ. παλ. страждущийρ.δ.1. υποφέρω, πάσχω•страдать больго υποφέρω από πόνο, πονώ•
он -ет болезнью сер-дда αυτός πάσχει από την καρδιά ή είναι καρδιοπαθής.
|| μτφ. έχω μειονέκτημα, ελάττωμα, ψεγάδι.2. (κυρλξ. κ. μτφ.) βασανίζομαι, τυραννιέμαι, ταλαιπωρούμαι, παιδεύομαι, δεινοπαθώ.3. βλάπτομαι, παθαίνω. || λείπω, υπάρχει έλλειψη•в классе -ает дисциплина η τάξη δεν έχει την απαιτούμενη πειθαρχία.
См. также в других словарях:
λείπω — leave pres subj act 1st sg λείπω leave pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείπω — λείπω, έλειψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
λείπω — έλειψα, απουσιάζω, βρίσκομαι μακριά από το σπίτι μου: Όταν έγινε ο σεισμός έλειπα διακοπές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λεῖπον — λείπω leave pres part act masc voc sg λείπω leave pres part act neut nom/voc/acc sg λείπω leave imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) λείπω leave imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείπεσθον — λείπω leave pres imperat mp 2nd dual λείπω leave pres ind mp 3rd dual λείπω leave pres ind mp 2nd dual λείπω leave imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λελειμμένα — λείπω leave perf part mp neut nom/voc/acc pl λελειμμένᾱ , λείπω leave perf part mp fem nom/voc/acc dual λελειμμένᾱ , λείπω leave perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείπεσθε — λείπω leave pres imperat mp 2nd pl λείπω leave pres ind mp 2nd pl λείπω leave imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείπετε — λείπω leave pres imperat act 2nd pl λείπω leave pres ind act 2nd pl λείπω leave imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λείπῃ — λείπω leave pres subj mp 2nd sg λείπω leave pres ind mp 2nd sg λείπω leave pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμπάνετε — λείπω leave pres imperat act 2nd pl λείπω leave pres ind act 2nd pl λείπω leave imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)